- οστράκωση
- η [οστρακώ]μορφή απολίθωσης οργανικών σωμάτων κατά την οποία ξένες ουσίες κάλυψαν ή γέμισαν τα κενά που σχηματίστηκαν στα σώματα αυτά, ώστε να μοιάζουν με όστρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστράκωση — η απολίθωση οργανικών σωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀστρακώσῃ — ὀστρακόω turn into potsherds aor subj mid 2nd sg ὀστρακόω turn into potsherds aor subj act 3rd sg ὀστρακόω turn into potsherds fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)